Οι καταγγελίες για τις κρίσεις των Υγειονομικών Επιτροπών των Κέντρων Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ), αναφορικά με την απόδοση των ποσοστών στους υπό εξέταση ασθενείς, είναι ένα αρκετά συχνό φαινόμενο. Έχει να κάνει κυρίως με την τροποποίηση του Κανονισμού που διέπει τη λειτουργία τους, βάσει των αυστηρότερων Πρωτοκόλλων που έχουν καταρτιστεί, με αποτέλεσμα τα ποσοστά αναπηρίας να είναι μειωμένα σε σχέση με το παρελθόν. Άλλες φορές, επίσης, το πρόβλημα έγκειται στην ακατάλληλη σύνθεση της Επιτροπής, ελλείψει όλων των σχετικών ιατρικών ειδικοτήτων, με συνέπεια να διαπιστώνονται αδικίες.
Προκειμένου, λοιπόν, να υπάρχει μια ασφαλιστική δικλείδα, προβλέπεται η δυνατότητα κατάθεσης ένστασης εκ μέρους των ασθενών, ώστε να υπάρξει επανεξέταση της περίπτωσης από β/βάθμια Επιτροπή. Ως εδώ όλα καλά. Τι γίνεται όμως όταν ο ασθενής ή συγγενής του προσφύγει στη Δικαιοσύνη προκαταβολικά κι όταν το υπουργείο Υγείας – που το ίδιο είναι αρμόδιο για τα Πρωτόκολλα βάσει των οποίων γίνεται η διάγνωση από τους γιατρούς- έρχεται εκ των υστέρων να ποινικοποιήσει την κρίση τους;
Αυτό συνέβη εν προκειμένω στην περίπτωση της ειδικής ρευματολόγου Ε.Μ. που υπηρετεί στο ΠΕΔΥ Θεσσαλονίκης, η οποία στις 22/5/13 συμμετείχε σε Α/βάθμια Επιτροπή στη Δράμα, που έκρινε ότι με βάση τα έγγραφα και την κλινική εξέταση της ασθενούς Α.Τ., η τελευταία δεν δικαιούται το επίδομα που έπαιρνε κατά το παρελθόν από τη Νομαρχία. Η ασθενής στο φάκελό της είχε δηλώσει ως πρωτεύουσα πάθηση την ορθοπεδική και δευτερούουσες παθήσεις την καρδιολογική και την ψυχιατρική. Η Β/βάθμια Επιτροπή έλαβε διαφορετική απόφαση όμως, πριν την κρίση της οποίας η οικογένεια της ασθενούς είχε προειδοποιήσει τα μέλη της με ποινικές και αστικές ευθύνες. Η ίδια η γιατρός εξηγεί:
Μετά την ακυρωτική απόφαση της Β/βάθμιας Επιτροπής, η Ε.Μ. καλείται τώρα σε Πειθαρχικό για παράβαση καθήκοντος και κινδυνεύει με αργία, ενώ σε βάρος της έχει κατατεθεί και μηνυτήριος αναφορά από το γιο της ασθενούς, με την οποία ζητείται αποζημίωση.
«Είναι απαράδεκτο οι γιατροί να κινδυνεύουν κάθε φορά για την κρίση τους» τονίζει ο Σάββας Παρασκευόπουλος, Πρόεδρος ΣΕΥΠ-ΕΟΠΥΥ Β. Ελλάδας. «Άλλο να υπάρχει κάποια πονηριά, ένας χρηματισμός για να ανέβει το ποσοστό. Σε αυτή την περίπτωση, είμαστε κάθετοι ότι απαιτείται η παρέμβαση του εισαγγελέα. Δεν πρόκειται όμως για κάτι τέτοιο εδώ. Απλά η Β/βάθμια Επιτροπή ανέβασε το ποσοστό, διότι πρόκειται για ψυχιατρική περίπτωση ασθενούς, η κλινική εικόνα της οποίας μπορεί τη μία μέρα να είναι κάπως και μετά κάπως αλλιώς, ή στο μεταξύ να έχει προσκομίσει επιπλέον στοιχεία και γνωματεύσεις».
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ΚΕΠΑ, όπως και η Πρόνοια συνολικά εξακολουθεί να αποτελεί αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας και όχι του Υπ. Υγείας. Συνεπώς, προκύπτει ένα ερώτημα σε σχέση και με τη νομιμοποιητική βάση της κλήσης σε Πειθαρχικό από την 4η Υγειονομική Περιφέρεια της γιατρού.
«Εάν – λέμε τώρα – κάποιος έπρεπε να εγκαλέσει τη γιατρό, αυτός θα έπρεπε να είναι το υπ. Εργασίας. Το Υγείας δεν έχει καμία δουλειά, αφού η γιατρός δεν κατηγορείται για απάτη» σχολιάζει ο κ. Παρασκευόπουλος. «Εμείς θέσαμε το θέμα στην Ολομέλεια της Ομοσπονδίας μας, γιατί η ποινικοποίηση της ιατρικής κρίσης είναι ένα θέμα που αφορά όλους όσους συμμετέχουν σε Επιτροπές ΚΕΠΑ και όσοι αντιμετωπίζουν τέτοια ζητήματα θα πρέπει να μας το αναφέρουν».
Εκπρόσωπος της ΣΕΥΠ-ΕΟΠΥΥ Β. Ελλάδας έχει ήδη θέσει το θέμα στην αρμόδια υπηρεσία του Υπ. Εργασίας, ενώ θα γίνει παρέμβαση και στη Διοίκηση της 4ης ΥΠΕ για την κλήση της γιατρού σε ΕΔΕ με το ερώτημα της απόλυσης, εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις γι’ αυτό.
Διαπιστευμένη δημοσιογράφος στο Υπουργείο Υγείας. Διπλωματούχος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών. Τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ και του ΟΕΕ.
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ