Τέλος στην ταλαιπωρία, τον πόνο και την ξηρότητα προσφέρει η εφαρμογή μικρής ποσότητας γέλης οιστριόλης, τόνισαν οι επιστήμονες, κατά τη διάρκεια επιστημονικής εκδήλωσης της Α’ Πανεπιστημιακής Γυναικολογικής- Μαιευτικής Κλινικής του ΕΚΠΑ.
Σύμφωνα με αποτελέσματα διπλής – τυφλής τυχαιοποιημένης μελέτης που πραγματοποιήθηκε σε 167 γυναίκες, η κολπική χορήγηση εξαιρετικά χαμηλής δόσης γέλης οιστριόλης ήταν εξαιρετικά αποτελεσματική στην αντιμετώπιση των σημείων και συμπτωμάτων της κολπικής ατροφίας σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, μετά από 12 εβδομάδες θεραπείας.
Μάλιστα, διαπιστώθηκε κλινική βελτίωση ιδιαίτερα του δείκτη ωρίμανσης του κολπικού επιθηλίου, ενώ συνέβαλε στη μείωση του κολπικού pH και του δείκτη των συνολικών συμπτωμάτων, ενώ βελτιώθηκε σημαντικά η ποιότητα ζωής των γυναικών, όπως επεσήμανε η Δρ. ElenaCastellanosMD, PhD., Μαιευτήρας-Γυναικολόγος, Κέντρο MedicoTeknon, Βαρκελώνη.
Η οιστριόλη δρα στους υποδοχείς οιστρογόνων, με τους οποίους διαθέτει υψηλή συγγένεια σύνδεσης στον ιστό της ουροδόχου κύστης και του κόλπου και σχετικά χαμηλή συγγένεια σύνδεσης με τους υποδοχείς οιστρογόνων του ιστού του ενδομητρίου και των μαστών. Όπως εξηγούν οι ειδικοί, η οιστρογονική ισχύς της είναι 80 φορές μικρότερη από αυτήν της οιστραδιόλης, με αποτέλεσμα το σύντομο χρόνο παραμονής της οιστριόλης στον πυρήνα των κυττάρων του ενδομητρίου, τη χαμηλή συγγένεια με τις πρωτεΐνες του πλάσματος και την ταχεία αποβολή της, καθώς και την ελάχιστη συστηματική έκθεση – δεν παρουσιάζει καμία δράση στο ενδομήτριο και στο μαστό.
Η Διεθνής Εταιρεία Εμμηνόπαυσης, όπως τόνισε ο Ν. Γουλαμάτσος, Μαιευτήρας- Γυναικολόγος, Δ/ντής ΕΣΥ στο ΓΝΑ «Αλεξάνδρα», ήδη από το 2007, προχώρησε σε μια αναθεώρηση των μελετών και σχετικών οδηγιών. Επίσης, κατέληξε σε νέες κατευθυντήριες οδηγίες, οι οποίες δημοσιεύτηκαν το 2013, σε μια προσπάθεια να υπάρξει μια ισορροπημένη προσέγγιση και ερμηνεία όλων των επιστημονικών δεδομένων σχετικά με την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων μετά την εμμηνόπαυση.
Σύμφωνα μάλιστα με αυτές τις πιο πρόσφατες Διεθνείς Συστάσεις και Κατευθυντήριες Οδηγίες για τη θεραπεία της κολπικής ατροφίας θα πρέπει να προτιμάται η τοπική θεραπεία με οιστρογόνα στη χαμηλότερη δόση και συχνότητα. Οι στόχοι της θεραπείας θα πρέπει να αποσκοπούν στην ανακούφιση από τα συμπτώματα, στην ανάκτηση της φυσιολογίας του ουρογεννητικού συστήματος, στον περιορισμό της διέγερσης του ενδομητρίου και των συστηματικών αποτελεσμάτων.
Η εμμηνόπαυση, διευκρίνισε για μια ακόμα φορά, ο καθηγητής Μαιευτικής Γυναικολογίας ΕΚΠΑ και Δ/ντής της Α’ Παν. Μ/Γ Κλινικής ΓΝΑ «ΑΛεξάνδρα», Δ. Λουτράδης, είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο στη ζωή της γυναίκας, το οποίο συχνά χαρακτηρίζεται από ποικιλία συμπτωμάτων, τα οποία επιβαρύνουν την ψυχολογική της κατάσταση και επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα της ζωής της γυναίκας. Η μέση ηλικία της εμμηνόπαυσης είναι τα 51 έτη, ενώ το προσδόκιμο επιβίωσης των γυναικών στις Ευρωπαϊκές χώρες είναι περίπου τα 76 – 81 έτη. Συνεπώς, οι πλειοψηφία των γυναικών θα ζήσουν ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους στη μετεμμηνοπαυσιακή περίοδο. Καθίσταται λοιπόν αναγκαίο να μελετηθούν και να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης.
Τα εμμηνοπαυσιακά συμπτώματα οφείλονται στη μείωση της παραγωγής των οιστρογόνων, με τα συμπτώματα του ουροποιητικού συστήματος να αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα και συχνότερα αυτής της οιστρογονικής έλλειψης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ποσοστό 45% έως 50% των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών πάσχουν από διάφορα συμπτώματα του ουροποιητικού συστήματος, που σχετίζονται με την ατροφία του κόλπου, όπως η κολπική ξηρότητα (παρουσιάζεται στο 75% των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών), η δυσπαρεύνια (στο 38% των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών), η δυσουρία, ο ερεθισμός, ο πόνος ή η φαγούρα (στο 15% των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών) και οι επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις του ουροποιητικού.
Οι εμφανείς αλλαγές που παρατηρούνται στην κολπική ατροφία περιλαμβάνουν την ατροφία των εξωτερικών γεννητικών οργάνων, με αποτέλεσμα τα μικρά και μεγάλα χείλη του αιδοίου να ζαρώνουν και το τρίχωμα του εφηβαίου προοδευτικά να χάνεται. Επιπλέον τα κολπικά τοιχώματα λεπταίνουν, με συνέπεια ο κόλπος να γίνεται μικρότερος και στενότερος, ενώ και το κολπικό pHαυξάνεται μεταξύ 6,5 και 7,5 αυξάνοντας έτσι την ευπάθεια σε λοιμώξεις.
Υπεύθυνη Σύνταξης στο Virus.com.gr - Αρχισυντάκτρια του περιοδικού Pharma & Health Business
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ