Τα τεστ αντισωμάτων αποτελούν καταλληλότερη διαγνωστική στρατηγική σε σύγκριση με το μοριακό έλεγχο για την αξιολόγηση του επιπολασμού του ιού σε πληθυσμιακό επίπεδο, σύμφωνα με στοιχεία ερευνητών που δημοσιεύθηκαν στο New England Journal of Medicine.
Η ερευνητική ομάδα του Κ. Stefansson στο Reykjavik της Ισλανδίας (https://www.nejm.org/doi/full/10.1056/NEJMoa2026116) υποστήριξαν ότι ο μοριακός έλεγχος ανιχνεύει τον ιό μόνο τη στιγμή της μόλυνσης και μόνο στις περιοχές από όπου συλλέγεται το διαγνωστικό υλικό, ενώ είναι κοστοβόρος, πολύπλοκος και σαφώς ανεπαρκής για τη μακροχρόνια παρακολούθηση της εξάπλωσης του κοροναϊού.
Αντίθετα, οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι η αξιολόγηση των αντισωμάτων με ειδικά και ευαίσθητα τεστ συμβάλλει στη συλλογή πληθυσμιακών δεδομένων σχετικών με την έκθεση και διασπορά του SARS-CoV-2, αλλά και για την κατανόηση του ρόλου των αντισωμάτων στην προστατευτική ανοσία και για την ορθή καθοδήγηση των ερευνητών προς την ανάπτυξη εμβολίων. Τα σημαντικότερα στοιχεία των προαναφερόμενων δημοσιεύσεων ανασκοπούνται από τους Καθηγητές της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ουρανία Τσιτσιλώνη, Ευάγγελο Τέρπο και Θάνο Δημόπουλο (Πρύτανη ΕΚΠΑ).
Με έξι διαφορετικά τεστ αντισωμάτων έναντι διαφορετικών πρωτεϊνών του κοροναϊού μετρήθηκαν τα ειδικά αντι-SARS-CoV-2 αντισώματα σε περίπου 30.000 άτομα στην Ισλανδία, χώρα με ιδιαίτερα χαμηλό αριθμό κρουσμάτων (περίπου 2.000) και μόλις 10 θανάτους.
Άξιο λόγου είναι ότι το κατά πόσον η παρουσία αντι-SARS-CoV-2 αντισωμάτων στο αίμα αποκλείει την πιθανότητα επαναμόλυνσης από τον κορονοϊό, παραμένει ακόμα ασαφής.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ