Υπέρ των ΣΔΙΤ στην Υγεία τάχθηκε με άρθρο στο Βήμα ο καθηγητής και πρώην πρόεδρος του Ε.Ο.Φ κ. Γιάννης Τούντας, ασκώντας κριτική στον Ανδρέα Ξανθό και χαρακτηρίζοντας τα ΣΔΙΤ ως “βήμα ενίσχυσης του ΕΣΥ“.
Όπως επισημαίνει: “Η κριτική στη ΣΔΙΤ, που άσκησε πρόσφατα ο πρώην υπουργός υγείας του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Ξανθός, σε άρθρο του με τίτλο: «ΣΔΙΤ υγείας: Βήμα για επιθετική ιδιωτικοποίηση», ήταν εστιασμένη στη σχετική εμπειρία στη Μεγάλη Βρετανία, η οποία όμως αφορούσε την ανέγερση νεών δημόσιων νοσοκομείων, κάτι που δεν αφορά τη χώρα μας, η οποία έχει επάρκεια νοσοκομειακών κλινών, ενώ η κριτική του κ. Ξανθού αγνόησε πετυχημένες ΣΔΙΤ σε άλλους τομείς, όπως συμβάσεις διαχείρισης ή μίσθωσης εξοπλισμού, ανακαινίσεις χώρων, κ.ά., σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες. H επιτυχία των ΣΔΙΤ εξαρτάται από τους όρους της σύμβασης και από τη σωστή εκτίμηση των αναγκών, που δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν από δημόσιους πόρους”.
Παράλληλα, σημειώνει με νόημα ότι “όσοι κόπτονται για δωρεάν και ισότιμη περίθαλψη θα πρέπει κάποτε να καταλάβουν ότι το δημόσιο αγαθό δεν ταυτίζεται με το κρατικό. Δωρεάν δημόσια υγεία σημαίνει να μην χρειάζεται να πληρώνει από την τσέπη του ο Έλληνας πολίτης, όταν έχει ανάγκη από ιατρικοφαρμακευτική περίθαλψη-όπως συμβαίνει κατά κόρον σήμερα-ανεξάρτητα από το αν η δημόσια και δωρεάν αυτή περίθαλψη παρέχεται από κρατικό ή συμβεβλημένο ή συμπράττοντα ιδιωτικό φορέα”.
Το πλήρες άρθρο του κ. Τούντα, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Βήμα στις 12-1-2020 έχει ως εξής:
ΣΔΙΤ ΥΓΕΙΑΣ: ΒΗΜΑ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΤΟΥ ΕΣΥ
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας, τo περίφημο ΕΣΥ, δεν είναι ούτε Εθνικό, ούτε αποτελεί συνεκτικό Σύστημα, ούτε παρέχει δωρεάν Υγεία. Πρόκειται για υποβαθμισμένη κρατική υπηρεσία, που, λόγω κακοδιοίκησης, υποστελέχωσης και υποχρηματοδότησης, είναι όχι μόνο εξαιρετικά αναποτελεσματική και ελάχιστα αποδοτική, αλλά κυρίως κοινωνικά άδικη. Οι Έλληνες πληρώνουν από την τσέπη τους ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά επί των συνολικών δαπανών υγείας διεθνώς (35-40%). Διαθέτουμε, δηλαδή, τις πιο ιδιωτικοποιημένες παροχές υγείας στον κόσμο, μαζί με τις ΗΠΑ και τη Σιγκαπούρη. Το γεγονός αυτό επιβαρύνει περισσότερο τα εισοδηματικά ασθενέστερα στρώματα, τα οποία ξοδεύουν υπερδιπλάσια ποσοστά του εισοδήματός τους για την υγεία σε σύγκριση με τα πιο εύρωστα οικονομικά στρώματα. Το 10% του ελληνικού πληθυσμού δηλώνει ότι δεν έχει πρόσβαση στην αναγκαία ιατρικοφαρμακευτική περίθαλψη για οικονομικούς λόγους.
Η απαράδεκτη αυτή κατάσταση, που «γεννά» αρρώστια και κοινωνικές ανισότητες, δεν μπόρεσε να ανατραπεί μέχρι σήμερα για δύο κυρίως λόγους. Από τη μία, απουσιάζει απ’ όλες τις κυβερνήσεις των τελευταίων τριανταέξι ετών (δηλαδή από την ίδρυση του ΕΣΥ το 1983) η απαραίτητη πολιτική βούληση να προχωρήσουν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Από την άλλη, η σθεναρή αντίσταση των αριστερόστροφων κατά κανόνα συνδικάτων σε κάθε επιχειρούμενη αλλαγή. Ως γνωστόν, οι απεργίες παλιά γινόντουσαν για να αλλάξουν τα πράγματα. Να, όμως, που τώρα οι περισσότερες γίνονται για να μην αλλάξει απολύτως τίποτε. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως δύο σημαντικές μεταρρυθμίσεις, που εκκρεμούσαν για πολλά χρόνια και που αφορούσαν την ένταξη των Πολυϊατρείων του ΙΚΑ στο ΕΣΥ και την ενοποίηση της ασφάλισης υγείας, πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης λόγω μνημονιακών δεσμεύσεων, με το ΠΕΔΥ και τον ΕΟΠΥΥ.
Σε όλο αυτό το διάστημα, το ό,τι δεν υπήρξε πλήρης κατάρρευση του ΕΣΥ οφείλεται αφενός στην άοκνη προσφορά ενός-γερασμένου και κακοπληρωμένου πάντως-ανθρώπινου δυναμικού, και αφετέρου στη χρήση αναγκαίων υπηρεσιών από τον ιδιωτικό τομέα, είτε άμεσα για τη φύλαξη, καθαριότητα, σίτιση, κ.ά. των δημόσιων νοσοκομείων, είτε για την αγορά υπηρεσιών από τον συμβεβλημένο ιδιωτικό τομέα (γιατροί, διαγνωστικά κέντρα, κλινικές). Σημαντικά, επίσης, είναι τα έσοδα δημόσιων νοσοκομείων για κλινικές μελέτες που επιχορηγούνται από τη φαρμακοβιομηχανία.
Σήμερα, η συνεργασία του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα γίνεται ακόμα πιο επιτακτική, λόγω των περιορισμένων δημόσιων πόρων για αγορά σύγχρονης ιατρικής τεχνολογίας, αλλά και προκειμένου να γίνει εφικτή η αναβάθμιση και αξιοποίηση πολλών πεπαλαιωμένων ή ανεκμετάλλευτων νοσοκομειακών υποδομών.
Πολλά δημόσια νοσοκομεία υστερούν σε τεχνολογικό εξοπλισμό, με αποτέλεσμα το δημόσιο να πληρώνει σημαντικά ποσά τον ιδιωτικό τομέα για εξετάσεις που δεν μπορεί να αναλάβει. Πολλές φορές τα νοσοκομεία δεν είναι καν σε θέση να επισπεύσουν ή να συντηρήσουν τον υπάρχοντα εξοπλισμό. Αλλά ακόμα και όταν υπάρχουν πόροι για αγορά ή επισκευή εξοπλισμού, μέχρι να διεκπεραιωθούν οι χρονοβόρες διαγωνιστικές διαδικασίες του δημοσίου, ο «νέος» εξοπλισμός είναι πλέον «παλαιός». Ανεκμετάλλευτες κλίνες ή ακόμα και ολόκληρες πτέρυγες σε αρκετά νεόκτιστα περιφερειακά νοσοκομεία, αλλά και υφιστάμενες κλίνες στα μεγάλα νοσοκομεία των κεντρικών πόλεων, θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν ώστε είτε να προσελκύσουν ασφαλισμένους με ιδιωτική ασφάλιση, είτε να εξυπηρετήσουν τον τοπικό πληθυσμό, που μετακινείται για νοσηλεία στις μεγάλες πόλεις, συχνά σε ιδιωτικές κλινικές. Ακόμα, θα μπορούσαν ορισμένα δημόσια νοσοκομεία να ενταχθούν σε ένα σχέδιο για την ανάπτυξη του ιδιαίτερα κερδοφόρου ιατρικού τουρισμού. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις που είναι άμεσα υλοποιήσιμες μέσω ΣΔΙΤ, κερδισμένο θα είναι το δημόσιο που θα πληρώνει λιγότερα στον συμβεβλημένο ιδιωτικό τομέα, κερδισμένο θα είναι το ΕΣΥ που θα αυξήσει τα έσοδά του, κερδισμένοι θα είναι οι εργαζόμενοι στο ΕΣΥ, που θα βελτιώσουν τις αμοιβές και τις συνθήκες εργασίας τους, και κυρίως κερδισμένος θα είναι ο Έλληνας πολίτης, ο οποίος θα μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες του για νοσηλεία σε αναβαθμισμένα δημόσια νοσοκομεία στην ευρύτερη περιοχή όπου ζει ή εργάζεται.
Η κριτική στη ΣΔΙΤ, που άσκησε πρόσφατα ο πρώην υπουργός υγείας του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Ξανθός, σε άρθρο του με τίτλο: «ΣΔΙΤ υγείας: Βήμα για επιθετική ιδιωτικοποίηση», ήταν εστιασμένη στη σχετική εμπειρία στη Μεγάλη Βρετανία, η οποία όμως αφορούσε την ανέγερση νεών δημόσιων νοσοκομείων, κάτι που δεν αφορά τη χώρα μας, η οποία έχει επάρκεια νοσοκομειακών κλινών, ενώ η κριτική του κ. Ξανθού αγνόησε πετυχημένες ΣΔΙΤ σε άλλους τομείς, όπως συμβάσεις διαχείρισης ή μίσθωσης εξοπλισμού, ανακαινίσεις χώρων, κ.ά., σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες. H επιτυχία των ΣΔΙΤ εξαρτάται από τους όρους της σύμβασης και από τη σωστή εκτίμηση των αναγκών που δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν από δημόσιους πόρους.
Για όλους αυτούς τους λόγους, μόνο θυμό και θλίψη μπορεί να προκαλέσει η ενέργεια συνδικαλιστών, κυρίως της παραδοσιακής αριστεράς, να διακόψουν με τον πλέον αντιδημοκρατικό τρόπο την εκδήλωση που είχε οργανώσει πρόσφατα ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος για να συζητηθεί το ζήτημα της Σύμπραξης του Δημοσίου με τον Ιδιωτικό Τομέα (ΣΔΙΤ). Από την άλλη, η παρουσία εκπροσώπων του ΚΙΝΑΛ στην εκδήλωση αποτελεί μία ακόμα απόδειξη για το ποιος εκφράζει την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία στον τόπο μας, καθώς και έναν ακόμα λόγο στήριξης του ΚΙΝΑΛ, παρά τις παλαιοπασοκικές παλινωδίες. Αν, βέβαια, θέλουμε να μην κυριαρχήσουν οι αναχρονιστικές κρατικιστικές ιδεοληψίες του ΣΥΡΙΖΑ στον αντιπολιτευόμενο χώρο.
Επίσης, όσοι κόπτονται για δωρεάν και ισότιμη περίθαλψη θα πρέπει κάποτε να καταλάβουν ότι το δημόσιο αγαθό δεν ταυτίζεται με το κρατικό. Δωρεάν δημόσια υγεία σημαίνει να μην χρειάζεται να πληρώνει από την τσέπη του ο Έλληνας πολίτης όταν έχει ανάγκη από ιατρικοφαρμακευτική περίθαλψη-όπως συμβαίνει κατά κόρον σήμερα-ανεξάρτητα από το αν η δημόσια και δωρεάν αυτή περίθαλψη παρέχεται από κρατικό ή συμβεβλημένο ή συμπράττοντα ιδιωτικό φορέα. Και ένας από τους τρόπους με τους οποίους μπορεί η Πολιτεία να διασφαλίσει τη δωρεάν και ισότιμη περίθαλψη είναι διευρύνοντας τις δυνατότητες που προσφέρει η υφιστάμενη σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα ως προς την κάλυψη των αδυναμιών και ανεπαρκειών του δημόσιου τομέα”.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ