Μελέτη καταδεικνύει ότι οι ασθενείς με τουλάχιστον ένα αναφερόμενο σύμπτωμα παρατεινόμενης νόσου COVID μετά από 12 μήνες παρακολούθησης εμφάνισαν αξιοσημείωτη έκπτωση της σωματικής και ψυχικής υγείας τους σε σχέση με τους ασθενείς χωρίς συμπτώματα. Η μελέτη για τα νευροψυχολογικά συμπτώματα της νόσου COVID-19 δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Clinical Infectious Diseases.
Ο πληθυσμός της μελέτης ήταν 96 ασθενείς, με μέσο όρο τα 57 έτη και 55.2% ήταν γυναίκες με πρώτη εμφάνιση συμπτωμάτων COVID-19 μεταξύ 22 Φεβρουαρίου και 18 Απριλίου 2020. Οι ασθενείς ήταν υπό παρακολούθηση για 12 μήνες μετά την οξεία φάση της νόσου. Οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής στο Νοσοκομείο Αλεξάνδρα, Ελένη Κορομπόκη, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) παρουσιάζουν περιληπτικά τα στοιχεία της μελέτης. Συγκεκριμένα, το 5% των συμμετεχόντων της μελέτης είχαν κρίσιμη νόσο, 25% είχαν σοβαρή βαρύτητα νόσο, 55% των ασθενών είχαν ενδιάμεσης βαρύτητας νόσο, καθώς και 15% είχαν ήπια συμπτώματα. Ένα χρόνο μετά μόνο το 23% δεν ανέφερε απολύτως κανένα σύμπτωμα.
Τα πιο συχνά αναφερόμενα συμπτώματα ήταν: • μειωμένη ικανότητα για άσκηση (56%), • κόπωση (53%), • δύσπνοια (37.5%), • οι διαταραχές συγκέντρωσης (40%) και • διαταραχές του ύπνου (26%).
Άξιο λόγου είναι ότι διαπιστώθηκε πως πιο συχνά γυναίκες δήλωναν συμπτώματα 12 μήνες μετά την οξεία φάση της νόσου COVID-19 σε σχέση με τους άντρες. Σημειωτέον είναι πως περισσότερο οι νεότεροι σε ηλικία ασθενείς είχαν τακτικότερα δύσπνοια, διαταραχές ύπνου και διαταραχές συγκέντρωσης σε σχέση με τους ασθενείς άνω των 60 ετών. Ωστόσο η συχνότητα εμφάνισης παρατεινόμενων συμπτωμάτων δεν διέφερε στατιστικά σημαντικά μεταξύ των δύο ομάδων.
Επίσης εντοπίστηκε:
• σημαντική διαφορά μεταξύ των ασθενών που είχαν θετικό τίτλο αντιπυρηνικών αντισωμάτων ≥1:160 έναντι όσων είχαν τίτλο <1:160. • οι γυναίκες με τίτλο αντιπυρηνικών αντισωμάτων ≥1:160 είχαν σημαντικά υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης διαταραχών στη συγκέντρωση έναντι εκείνων που δεν είχαν (66.7% vs. 26.1%, αντίστοιχα; P = 0.003) • όσοι εμφάνιζαν χρόνιο πόνο (46.7% vs. 8.7%, αντίστοιχα; P = 0.003). • οι ασθενείς που είχαν παρατεινόμενα συμπτώματα δε διέφεραν ως προς τον τίτλο αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 έναντι των ασθενών που δεν ανέφεραν συμπτώματα.
Οι ερευνητές καταλήγουν ότι από την μελέτη προκύπτει μια πιθανή συσχέτιση μεταξύ της παρατεινόμενης νόσου COVID-19 και υποκείμενης προδιάθεσης για αυτοάνοσες αντιδράσεις με το μεγαλύτερο διάστημα παρακολούθησης μετά από την οξεία φάση της νόσου. Ωστόσο, τα στοιχεία χρειάζονται περαιτέρω διερεύνηση και περισσότερα δεδομένα για την κατανόηση της παρατεταμένης νόσου COVID-19.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ