Κοινός παρονομαστής των μαθηματικών μοντέλων για τις προβλέψεις σχετικά με την εξάπλωση και τον αντίκτυπο του SARS-CoV-2 είναι το γεγονός ότι ο νέος κοροναϊός θα είναι συνδοιπόρος μας το επόμενο διάστημα και η πορεία του εξαρτάται από αστάθμητους παράγοντες όπως είναι η ανοσία, η εποχικότητα κ.ά..
Σε άρθρο σε επιστημονικό περιοδικό Nature διερευνώνται σενάρια με βάση τα διάφορα μαθηματικά και επιδημιολογικά μοντέλα.
Οι καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής Της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα πιθανά σενάρια.
Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι μεταξύ 53 χωρών που άρχισαν αποσύρουν τα περιοριστικά μέτρα, δεν υπήρξε τόσο μεγάλη αύξηση στα κρούσματα όπως είχε προβλεφθεί βάσει προηγούμενων δεδομένων, καθώς είχε υποτιμηθεί κατά πόσο έχει αλλάξει η συμπεριφορά των ανθρώπων όσον αφορά την χρήση μάσκας, το πλύσιμο των χεριών και την κοινωνική αποστασιοποίηση.
Εφαρμόστηκαν περισσότερα από 250.000 μαθηματικά μοντέλα στρατηγικών κοινωνικής αποστασιοποίησης και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αν το 50–65% των ανθρώπων είναι προσεκτικοί όταν βρίσκονται σε δημόσιο χώρο, τότε η σταδιακή χαλάρωση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης κάθε 80 ημέρες θα μπορούσε να βοηθήσει στην αποτροπή περαιτέρω αιχμών νέων κρουσμάτων στα επόμενα δύο χρόνια. Συνολικά, είναι θετικό ότι ακόμη και χωρίς εκτεταμένη χρήση μοριακών τεστ ή εμβόλιο, οι αλλαγές στην συμπεριφορά και τις κοινωνικές συνήθειες μπορούν να κάνουν σημαντική διαφορά στη μετάδοση της νόσου.
Εκτιμάται ότι εάν το 70% του πληθυσμού του Μεξικού είχε ακολουθήσει τα ατομικά μέτρα, όπως το πλύσιμο των χεριών και η χρήση μάσκα μετά από τα προαιρετικά περιοριστικά μέτρα που άρχισαν στα τέλη Μαρτίου, τότε το ξέσπασμα της επιδημίας στην χώρα θα μειωνόταν μετά από μια αιχμή στα τέλη Μαΐου ή στις αρχές Ιουνίου. Ωστόσο, η κυβέρνηση απέσυρε τα περιοριστικά μέτρα την 1η Ιουνίου και, αντί να ελαττωθεί, ο υψηλός αριθμός εβδομαδιαίων θανάτων από COVID-19 παρέμεινε σταθερός. Φαίνεται, ότι δύο δημόσιες αργίες λειτούργησαν ως γεγονότα υπερμετάδοσης της νόσου, προκαλώντας υψηλά ποσοστά μολύνσεων αμέσως πριν από την άρση των περιοριστικών μέτρων.
Σε περιοχές όπου η μετάδοση της COVID-19 φαίνεται να μειώνεται, η καλύτερη προσέγγιση είναι η προσεκτική παρακολούθηση με εντατικά τεστ, η απομόνωση των νέων περιπτώσεων και η ανίχνευση των επαφών τους.
Από τα μαθηματικά μοντέλα και τις προσομοιώσεις καταστάσεων με νέα κρούσματα με ποικίλη μεταδοτικότητα, αρχίζοντας από 5, 20 ή 40 εισαγόμενες περιπτώσεις, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι απαιτείται ανίχνευση του 80% των επαφών μέσα σε λίγες ημέρες για τον έλεγχο μιας εστίας μετάδοσης. Όμως η ανίχνευση του 80% των επαφών είναι σχεδόν αδύνατη σε περιοχές με χιλιάδες νέες λοιμώξεις την εβδομάδα.
Ανομοιογένεια σχετικά με την γεωγραφική διασπορά αναμένεται το δεύτερο εξάμηνο του 2020, οι ειδικοί πιστεύουν ότι υπάρχει πιθανότητα να αυξηθεί η μετάδοση.
Οι περιοχές με περισσότερο ηλικιωμένους πληθυσμούς θα μπορούσαν να έχουν δυσανάλογα περισσότερες περιπτώσεις σε μεταγενέστερα στάδια της επιδημίας.
Επιβαρυντικά προβλέπεται ότι θα λειτουργήσουν ανθρώπινοι αναπνευστικοί ιοί (όπως της γρίπης, άλλοι ανθρώπινοι κοροναϊοί και ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV)).
Επίσης, ο ξηρός χειμερινός αέρας αυξάνει τη σταθερότητα και τη μετάδοση των αναπνευστικών ιών και η άμυνα του αναπνευστικού συστήματος μπορεί να επηρεαστεί με την εισπνοή ξηρού αέρα, αλλά και αυτός ενισχύει την παραμονή των ανθρώπων σε κλειστούς χώρους, όπου η μετάδοση των ιών μέσω σταγονιδίων είναι μεγαλύτερη.
Οι προσομοιώσεις δείχνουν ότι η εποχιακή διακύμανση είναι πιθανό να επηρεάσει την εξάπλωση του ιού και να καταστήσει δυσκολότερο τον έλεγχό του στο Βόρειο Ημισφαίριο αυτόν τον χειμώνα» αναφέρουν οι επιστήμονες.
Για να μπει τέλος στη πανδημία, ο ιός θα πρέπει είτε να εξαλειφθεί παγκοσμίως. Ωστόσο, οι περισσότεροι επιστήμονες συμφωνούν ότι είναι σχεδόν αδύνατο – ή οι άνθρωποι θα πρέπει να αποκτήσουν επαρκή ανοσία μέσω λοιμώξεων ή εμβολίου.
Εκτιμάται ότι το 55-80% του πληθυσμού πρέπει να είναι άνοσο για να συμβεί αυτό, ανάλογα με τη χώρα.
Το σενάριο αυτό απέχει από την πραγματικότητα καθώς εκτιμήσεις από τεστ αντισωμάτων – που αποκαλύπτει εάν κάποιος έχει εκτεθεί στον ιό και έχει κάνει αντισώματα εναντίον του – υποδηλώνει ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων έχει μολυνθεί και τα σχετικά μοντέλα της νόσου το υποστηρίζουν επίσης.
Ενδεικτικό είναι ότι σε μια μελέτη σε 11 ευρωπαϊκές χώρες υπολόγισε το ποσοστό μόλυνσης σε 3–4% έως τις 4 Μαΐου. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου υπήρξαν περισσότεροι από 150.000 θάνατοι από COVID-19, μια έρευνα σε χιλιάδες δείγματα ορού, συντονισμένη από τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ, διαπίστωσε ότι ο επιπολασμός των αντισωμάτων έναντι του SARS–CoV-2 κυμαινόταν από 1% έως 6.9%, ανάλογα με την περιοχή.
«Κλειδί» θεωρείται η διαθεσιμότητα ενός εμβολίου και ακόμη συναρτάται από το πόσο καιρό το ανοσοποιητικό σύστημα θα μπορεί να παρέχει προστασία μετά τον εμβολιασμό ή την μετά την ανάρρωση από τη λοίμωξη, με δεδομένο ότι μελέτες αμφισβητούν την μακρόχρονη ύπαρξη αντισωμάτων.
Ωστόσο, ανοσολογική προστασίας προσφέρουν τα Β και Τ -λεμφοκύτταρα μνήμης, αλλά εκτιμάται ότι οι ερευνητές θα πρέπει να παρακολουθήσουν μεγάλο αριθμό ατόμων για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Εάν δεν υπάρξει εμβόλιο ή διαρκής μακρόχρονη ανοσία, τότε θα έχουμε τακτική, εκτεταμένη κυκλοφορία του ιού, και ο SARS-CoV-2 θα γίνει ενδημικός.
Σε περίπτωση που ο ιός προκαλεί βραχυπρόθεσμη ανοσία – παρόμοια με δύο άλλους ανθρώπινους κοροναϊούς, τον OC43 και τον HKU1, για τις οποίους η ανοσία διαρκεί περίπου 40 εβδομάδες – τότε οι άνθρωποι θα μπορούν να μολυνθούν εκ νέου και θα υπάρχουν ετήσιες επιδημίες.
Σύμφωνα με έκθεση, που βασίζεται σε δεδομένα από οκτώ παγκόσμιες πανδημίες γρίπης, δείχνει μια σημαντική δραστηριότητα της COVID-19 για τουλάχιστον τους επόμενους 18-24 μήνες, είτε με μια σειρά σταδιακά μειούμενων εξάρσεων και υφέσεων («κορυφών» και «κοιλάδων»), είτε ως μια «αργή» συνεχιζόμενη μετάδοση χωρίς σαφές μοτίβο επιδημικού κύματος.
Σε ενδεχόμενο που αναπτυχθεί μόνιμη ανοσία στον SARS-CoV-2, ακόμη και χωρίς εμβόλιο, είναι πιθανό, μετά από ένα παγκόσμιο ξέσπασμα, ότι ο ιός να μπορούσε υποχωρήσει και να εξαφανιστεί έως το 2021. Ωστόσο, εάν η ανοσία είναι μέτριας διάρκειας, π.χ. διαρκεί περίπου δύο χρόνια, τότε μπορεί επιστρέψει μέχρι το 2024. Όμως «ανάχωμα» αναμένεται να αποτελέσει σε αυτή την περίπτωση η σε βάθος χρόνου ανακάλυψη έστω ένα μέτρια αποτελεσματικό εμβόλιο.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ