Πολύτιμη για τη συνολική υγείας, η βιταμίνη D μπορεί να προλάβει την εμφάνιση διάφορων ασθενειών, εφόσον υπάρχει σε επαρκή επίπεδα στον οργανισμό. Ωστόσο, η ενημέρωση γύρω από τη σημασία της, τις πηγές πρόσληψης της και τους τρόπους διάγνωσης στη χώρα μας είναι χαμηλή.
Για να καλύψει το κενό η Ελληνική Εταιρεία Μελέτης Μεταβολισμού των Οστών (ΕΕΜΜΟ) αναλαμβάνει την πρωτοβουλία ενημέρωσης, προτρέποντάς τους πολίτες να διαγνωστούν για τυχόν ανεπάρκεια Βιταμίνης D.
Η ιατρική συμβουλή για την ενδεδειγμένη πρόσληψη θα οδηγήσει την ενδυνάμωση του οργανισμού, διατηρώντας τη συνολική καλή υγεία και βελτιώνοντας την ποιότητα της ζωής.
Πέρα από την αδιαμφισβήτητη αξία της Βιταμίνης D για τα οστά, συνεχώς νέα στοιχεία καταδεικνύουν ότι διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη συνολική υγεία, καθώς βοηθά στη μείωση των φλεγμονών, στην καλή ρύθμιση και ενδυνάμωση του ανοσοποιητικού συστήματος, στην ανάπτυξη των κυττάρων και στον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η ανεπάρκεια της βιταμίνης D, έχει σχετιστεί με πολλές καρδιαγγειακές και μεταβολικές παθήσεις, όπως η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, το έμφραγμα και το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Σύμφωνα με το Δρ Χρήστο Κοσμίδη, Ορθοπεδικό και πρόεδρο της ΕΕΜΜΟ πολλές φορές και οι ιατροί δεν είναι γνώστες του προβλήματος της ανεπάρκειας της Βιταμίνης D γι’ αυτό και η ανάγκη ενημέρωσης είναι πολύ σημαντική. Επιπλέον, ο ΕΟΠΥΥ μέχρι σήμερα δεν αποζημιώνει τη σχετική διαγνωστική εξέταση, δυσχεραίνοντας έτσι τον εντοπισμό του προβλήματος, με αποτέλεσμα αυτό να διαιωνίζεται.
Ο κ. Κοσμίδης τόνισε ότι «τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σε συνδυασμό με τη χαμηλή κατανάλωση γαλακτοκομικών, δημιουργούν σημαντικό πρόβλημα οστεοπενίας – οστεοπόρωσης στον πληθυσμό. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η ημερήσια δόση βιταμίνης D τουλάχιστον 700 μονάδων (IU) για την επίτευξη και διατήρηση μιας συνολικά καλής υγείας».
«Αν και το ‘κατώτερο όριο επάρκειας’ της Βιταμίνης D από τους διεθνείς οργανισμούς δεν είναι σταθερό και κυμαίνεται από 20ng/ml έως 30ng/ml, είναι αποδεδειγμένο ότι η επάρκειά της σχετίζεται τόσο με τη μειωμένη πιθανότητα πτώσεων όσο και με τη μειωμένη πιθανότητα οστεοπορωτικών καταγμάτων» συμπλήρωσε ο κ. Κοσμίδης.
Αναφερόμενος στις κατευθυντήριες γραμμές για τη διάγνωση και αντιμετώπιση της Οστεοπόρωσης στην Ελλάδα, όπως έχουν οριστεί από το Ελληνικό Ίδρυμα Οστεοπόρωσης το 2013, ο κ. Κοσμίδης σημείωσε ότι «Η ημερήσια χορήγηση ασβεστίου (1000-1200 mg) και βιταμίνης D (800 μονάδων) σε ηλικιωμένους ασθενείς, επιφέρει μείωση των μη σπονδυλικών καταγμάτων και των πτώσεων, ενώ σε γυναίκες και άνδρες άνω των 50 ετών συνιστάται συνδυασμός ημερήσιας πρόσληψης ασβεστίου (1000-1200 mg) και βιταμίνης D 800 μονάδων (Βαθμός Α)».
Η Ρευματολόγος Ευαγγελία Κασκάνη, Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών και Αντιπρόεδρος Ε.Ε.Μ.Μ.Ο. Κασκάνη, αναφερόμενη στη συμβολή της Βιταμίνης D στα οστά, τόνισε ότι «βοηθά στην απορρόφηση του ασβεστίου και αναστέλλει μηχανισμούς που οδηγούν σε οστική απώλεια και συνεπώς οστεοπόρωση και κατάγματα. Όμως η ανακάλυψη του υποδοχέα της βιταμίνης μέσω του οποίου ασκεί τη δράση της, εκτός από τα οστά, σε διάφορα όργανα, όπως το πάγκρεας, το έντερο, τους μύες, το νευρικό σύστημα, αποκάλυψε άγνωστες δράσεις σε πολλές λειτουργίες του οργανισμού καταδεικνύοντας ότι επιδρά με θετικό τρόπο, στο ανοσολογικό, καρδιαγγειακό και νευρικό σύστημα».
Ως Ρευματολόγος η κα Κασκάνη αναφερόμενη στους ασθενείς με ρευματικές παθήσεις, όπως Ρευματοειδή Αρθρίτιδα, συστηματικό ερυθηματώδη Λύκο επισήμανε ότι οι ασθενείς παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D και ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου για την ανάπτυξη οστεοπόρωσης και καταγμάτων, κυρίως λόγω της χρόνιας φλεγμονής και βέβαια της κορτιζόνης, και τα δύο είναι γνωστά αίτια οστεοπόρωσης, και συμπλήρωσε ότι «παρόμοιοι μηχανισμοί ισχύουν και για ασθενείς με χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις, όπως του εντέρου (ελκώδη κολίτιδα και νόσο Crohn) που χαρακτηρίζονται από δυσαπορρόφηση ασβεστίου και βιταμίνης D, για ασθενείς που λαμβάνουν κορτικοειδή για μεγάλο χρονικό διάστημα ή σε υψηλές δόσεις, όπως ασθενείς με βρογχικό άσθμα, με σκλήρυνση κατά πλάκας και έχουν ανάγκη από χορήγηση βιταμίνης D. Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D,έχουν βρεθεί και σε ασθενείς με καρκίνο μαστού και παχέως εντέρου».
Όπως ανέφερε η κα Κασκάνη η Βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη που παράγεται μετά από έκθεση στον ήλιο (υπεριώδη ακτινοβολία B) και πολύ λιγότερο από απορρόφηση από το πεπτικό, τόνισε όμως ότι «λόγω του σύγχρονου τρόπου ζωής η διατήρηση ικανοποιητικών επιπέδων πολλές φορές απαιτεί τη λήψη διαιτητικών συμπληρωμάτων. Ειδικά σε ασθενείς που θεραπεύονται για οστεοπόρωση με διάφορα σκευάσματα, η συγχορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D, είναι απαραίτητη για την επιτυχία της αγωγής. Δυστυχώς όμως, η πλειοψηφία των ασθενών, σχεδόν το 50%, υποεκτιμά τη σημασία της συγχορήγησης και παραμελεί την παράλληλη λήψη ασβεστίου και βιταμίνης D».
Στη θεραπευτική φαρέτρα των γιατρών είναι πλέον διαθέσιμα φάρμακα σε πολλές μορφές και περιεκτικότητες, που επιτρέπουν την εξατομίκευση της θεραπείας και διευκολύνουν τη συμμόρφωση των ασθενών. Συμπληρώματα διατροφής, αλλά κυρίως ειδικά συνταγογραφούμενα σκευάσματα με βιταμίνη D, που αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ.
Η κα Κασκάνη επέστησε την προσοχή στην πρόσληψη σωστής δόσης ασβεστίου και βιταμίνης D καθώς μεγαλύτερες δόσεις ασβεστίου δεν ωφελούν, αυξάνοντας τον κίνδυνο νεφρολιθίασης, καρδιαγγειακών συμβαμάτων κλπ. Ενδεικτικά ανέφερε ότι στη θεραπεία της οστεοπόρωσης για άνδρες και γυναίκες, σκόπιμη είναι η συγχορήγηση 400 – 800 μονάδων (IU) βιταμίνης D3, αλλά και η πρόσληψη διαιτητική ή/και φαρμακευτική 1000-1200 mg ασβεστίου. Ορισμένοι ασθενείς (παχύσαρκοι, άτομα με δυσαπορρόφηση, φάρμακα που επιδρούν στον μεταβολισμό της βιταμίνης D) για να διατηρήσουν τα επιθυμητά επίπεδα βιταμίνης D, έχουν ανάγκη από μεγαλύτερες δόσεις, με το πρόσφατο όριο ασφαλούς χορήγησης να είναι 4000 μονάδες (IU), ανάλογα πάντα με τις θεραπευτικές ανάγκες του κάθε ασθενή.
«Προτιμούμε τα συνταγογραφούμενα σκευάσματα και, αν και υπάρχουν συνδυασμοί ασβεστίου-βιταμίνης D, προτιμούμε τα ξεχωριστά σκευάσματα γιατί μας επιτρέπουν τα προσαρμόζουμε τη θεραπεία στις ανάγκες του κάθε ασθενή», σημειωσε ο κ. Κοσμίδης.
«Ο διαχωρισμός είναι πολύ σημαντικός», τόνισε και η κα Κασκάνη.
Όπως ανέφεραν, πάντως, οι επιστήμονες η σωστή πρόσληψη ασβεστίου γίνεται μέσω της κατανάλωσης γαλακτομικών προϊόντων. Ακόμη και για όσους ταλαιπωρούνται από δυσανεξία στη λακτόζη, τα ειδικά προϊόντα που κυκλοφορούν ευρέως έχουν επαρκή ποσότητα ασβεστίου, όπως και τα γαλακτομικά προϊόντα με 0% λιπαρά.
Ο Ενδοκρινολόγος Γεώργιος Τροβάς Επιστημονικό Συνεργάτη Εργαστηρίου Έρευνας Μυοσκελετικών Παθήσεων «Θ. Γαροφαλίδης» του Πανεπιστημίου Αθηνών σημείωσε ότι, βάσει της διεθνούς βιβλιογραφίας, η ανεπάρκεια – έλλειψη της Βιταμίνης D που αφορά μεγάλο ηλικιακό φάσμα και σχετίζεται με πολλές νόσους, αναδεικνύεται σε επιδημία. «Είναι χαρακτηριστικό ότι θα μπορούσαμε να πετύχουμε ελάττωση του κινδύνου καταγμάτων κατά 10% εφόσον υπήρχε ισορροπία στην πρόσληψη Βιταμίνης D, αφού τα χαμηλά επίπεδα της αποτελούν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για οστεοπόρωση – οστεομαλάκυνση και αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων» ανέφερε.
«Στην Ελλάδα» συνέχισε ο κ. Τροβάς, «σύμφωνα με διάφορες μελέτες, στο παρελθόν, αναφέρουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σε ηλικιωμένους, γυναίκες μετά τον τοκετό, παιδιά και έφηβους, ενώ προκαταρκτικά αποτελέσματα από πρόσφατη μελέτη, δείχνουν ότι υψηλό ποσοστό υγιών ατόμων απ’ όλη την επικράτεια – αστικός και αγροτικός πληθυσμός – παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D».
Υπεύθυνη Σύνταξης στο Virus.com.gr - Αρχισυντάκτρια του περιοδικού Pharma & Health Business
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ