Εγχειρίδια ή βοηθήματα συνομιλίας είναι δυνατόν να βοηθήσουν ασθενείς με ρευματικές παθήσεις να συνειδητοποιήσουν τις προκλήσεις ή τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, σύμφωνα με έρευνα. Μέσω αυτών μπορούν να επικοινωνήσουν τις δυσκολίες συνομιλία με τον γιατρό τους.
Τα δεδομένα αναδεικνύει η Ελληνική Εταιρεία Αντιρευματικού Αγώνα (ΕΛΕΑΝΑ) με στόχο την ευαισθητοποιήσει το κοινό για την επιβάρυνση των ρευματικών παθήσεων στην ποιότητα ζωής. Προσδοκία της είναι να βελτιώσει την ποιότητα φροντίδας, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης και της ψυχοκοινωνικής υποστήριξης.
Τα προαναφερόμενα στοιχεία ανακοινώθηκαν στο Ετήσιο Συνεδρίο της EULAR 2022. Μία από τις έρευνες, με πληθυσμό 1500 ασθενών με ρευματικές παθήσεις, το 86% ανέφερε αίσθημα ακύρωσης ως προσωπικότητα, κυρίως από την οικογένεια (56%), τους επαγγελματίες υγείας (48%), τους φίλους (39%) και το κοινωνικό περιβάλλον (38%). Τέτοιες καταστάσεις επιδρούν στην ψυχική υγεία των ασθενών, με συνέπειες στην αναζήτηση υγειονομικής περίθαλψης και την θεραπευτική συμμόρφωση. Η επιβάρυνση φάνηκε να είναι μεγαλύτερη για τα άτομα με ινομυαλγία.
Έλλειμα επικοινωνίας των προβλημάτων στην ομάδα υγειονομικής περίθαλψής προέκυψε από άλλη έρευνα. Η δυσκολία αυτή εκτιμάται ότι μπορεί να επηρεάσει τις επιλογές θεραπείας. Με βάση τα στοιχεία αυτά στο συνέδριο ανακοινώθηκε η δημιουργία τέτοιων βοηθημάτων συνομιλίας, που αναπτύχθηκαν από συνεργάτες ασθενών στην Ολλανδία. Τα βοηθήματα εστιάζουν στην ασθένεια, στην καθημερινή δραστηριότητα, στον τρόπο ζωής , τις σχέσεις και την ευεξία. Η ίδια ομάδα έχει δημιουργήσει επίσης ένα κατάλογο με συμβουλές για την υποστήριξη της κοινής λήψης αποφάσεων γιατρού και ασθενή.
Σχετικά με την ενδυνάμωση των ασθενών, έρευνα εστιασμένη στην επίδραση της γνωσιακής συμπεριφορικής θεραπείας για την αϋπνία (CBT-I)κατέδειξε ότι ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα (ΡΑ) υποφέρουν συχνά από αϋπνία. Το πρόβλημα μπορεί να επιδεινωθεί με κόπωση, κατάθλιψη και πόνο. Η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία για την αϋπνία (CBT-I) έχει αποδειχθεί ότι παράγει θετικά αποτελέσματα και σε άλλες ομάδες ασθενών.
Σε τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη έρευνα διαπιιστώθηκε ότι η CBT-I δεν βελτίωσε την αποτελεσματικότητα του ύπνου η οποία μετρήθηκε αντικειμενικά ή και με άλλα αποτελέσματα που μετρήθηκαν με πολυυπνογραφία. Ωστόσο, η CBT-I έδειξε μακροπρόθεσμη βελτίωση σε σχέση με τον ασθενή και σε σχέση με την αϋπνία, τις διαταραχές ύπνου, την κόπωση, τον αντίκτυπο της νόσου, την κατάθλιψη, τον πόνο και τη συνολική αξιολόγηση του ασθενούς. Εκτιμάται ότι το εύρημα αυτό που θα μπορούσε να έχει σημαντικές κλινικές επιπτώσεις.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ