Το περίγραμμα μίας εκ των βασικών πλευρών της λεγόμενης ανθρωπιστικής κρίσης στην Ελλάδα, αποτυπώνει η ετήσια έκθεση του ΟΟΣΑ για την Υγεία, σύμφωνα με την οποία: 1 στους 10 πολίτες που αντιμετώπισε πρόβλημα υγείας το 2013 δεν έλαβε θεραπεία και την ίδια στιγμή, πάνω από 3 στα 10 ευρώ που δαπανήθηκαν σε υπηρεσίες υγείας προήλθαν από τις «τσέπες» των ίδιων των ασθενών.
Τα στοιχεία ουσιαστικά αντανακλούν τη δυσκολία του συστήματος υγείας να καλύψει τις πραγματικές ανάγκες, ως αποτέλεσμα της συνεχώς μειούμενης κρατικής συμμετοχής στις δαπάνες σε συνδυασμό με την αδυναμία των ασφαλιστικών ταμείων. Μία κατάσταση, δηλαδή, η οποία δεν προβλέπεται να αντιστραφεί με βάση τα πρόσφατα ψηφισθέντα μέτρα και η οποία γίνεται προσπάθεια να ελεγχθεί μόνο, με νέες περικοπές στο πλαίσιο κλειστών προϋπολογισμών και με την «προσφυγή» στον εθελοντισμό και τη φιλανθρωπία.
Αναλυτικά το πόρισμα του ΟΟΣΑ
Η έκθεση για την Υγεία στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ αφορά το έτος 2013. Γεγονός το οποίο σημαίνει ότι η πραγματική «εικόνα» του προβλήματος – τουλάχιστον στην Ελλάδα – εν μέσω κρίσης η οποία «βαθαίνει», είναι πολύ χειρότερη.
Σύμφωνα λοιπόν με την έκθεση, το 2013 οι συνολικές δαπάνες υγείας ανά κάτοικο στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν σε 2.366 δολάρια, έναντι 3.453 δολαρίων που είναι ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ. Απ’ αυτά, το 31% προήλθαν κατευθείαν από τις «τσέπες» των πολιτών. Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει, ότι τα ποσά που πλήρωσαν τα νοικοκυριά για επισκέψεις σε γιατρό, εξετάσεις, φάρμακα, κ.ά., «απορρόφησαν» το 4,1% των συνολικών αγορών τους για υλικά και υπηρεσίες. Ο αντίστοιχος μ.ό. στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ ήταν 2,8%, ενώ σε Τουρκία, Ολλανδία, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας αποτελούσαν λιγότερο από το 1,5% της κατανάλωσης των νοικοκυριών.
Την ίδια ώρα, το ποσοστό των πολιτών που δήλωσαν ότι αν και αντιμετώπισαν πρόβλημα υγείας δεν έλαβαν θεραπεία, υπερδιπλασιάστηκε. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, το 2013, το 10% των Ελλήνων δήλωσε αδυναμία να ανταποκριθεί στις ιατρικές του ανάγκες, με το ποσοστό αυτό να αυξάνεται στο 15% μεταξύ των ατόμων με χαμηλό εισόδημα. Το ίδιο ποσοστό, στις χώρες της Ευρώπης ήταν μόλις 3% κατά μ.ό.
Οι συντάκτες της έκθεσης επισημαίνουν, ακόμη, πως η χώρα μας παραμένει στην κορυφή της λίστας με τις χώρες που έχουν τους περισσότερους γιατρούς σε σχέση με τον πληθυσμό τους (δημόσιου-ιδιωτικού τομέα). Πιο συγκεκριμένα, το 2013 η Ελλάδα είχε 6,3 γιατρούς ανά 1.000 κατοίκους, έναντι 3,3 ανά 1.000 κατοίκους που ήταν ο μ.ό. των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι η Αθήνας αποτελεί μετά την Ουάσινγκτον την πόλη με το πιο πυκνό «δίκτυο» γιατρών: 8,2 γιατροί ανά 1.000 κατοίκους στην Αθήνα και περίπου 9,5 ανά 1.000 κατοίκους στην Ουάσινγκτον. Ένα σημαντικό στοιχείο, ωστόσο, το οποίο σχετίζεται με τη δυσκολία πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας έχει να κάνει με το γεγονός ότι μόλις το 5% των γιατρών έχουν ειδικότητα γενικής ιατρικής, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 29%.
Το ζήτημα αυτό προφανώς δεν είναι ανεξάρτητο της απουσίας ενός ολοκληρωμένου συστήματος ΠΦΥ, με αποτέλεσμα το «βάρος» να «πέφτει» στις καταβεβλημένες δημόσιες δομές και κυρίως στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων, με τα γνωστά προβλήματα και επακόλουθα…
Διαπιστευμένη δημοσιογράφος στο Υπουργείο Υγείας. Διπλωματούχος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών. Τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ και του ΟΕΕ.
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ