Ένα… R.A.D.A.R. επιτρέπει στους ειδικούς να διαγνώσουν με ψηφιακή ακρίβεια τις αναγνωστικές δυσκολίες των ατόμων.
Μετά από δέκα χρόνια ερευνών, ομάδα Ελλήνων επιστημόνων παρουσίασε μια μέθοδο που για πρώτη φορά παγκοσμίως προσφέρει τη δυνατότητα για συγκεκριμένες μετρήσεις σχετικά με ένα πλήθος παραμέτρων που επηρεάζουν την αναγνωστική ικανότητα του ατόμου.
Οι μαθησιακές δυσκολίες απασχολούν ένα σημαντικό ποσοστό μαθητών, γονέων και εκπαιδευτικών. Τα τελευταία χρόνια, το ενδιαφέρον των εκπαιδευτικών εστιάζεται συχνά στις δυσκολίες μάθησης που αντιμετωπίζουν τα παιδιά, τόσο της πρωτοβάθμιας όσο και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας χαρακτηρίζει την αναπτυξιακή δυσλεξία ως μια ειδική διαταραχή της ανάγνωσης. Σύμφωνα με το ICD-10 (International Classification of Diseases-Διεθνής Ταξινόμηση Νοσημάτων), η αναπτυξιακή δυσλεξία (ή αλλιώς ειδική διαταραχή ανάγνωσης), είναι μια ειδική και σημαντική διαταραχή στην ανάπτυξη των αναγνωστικών δεξιοτήτων, η οποία δεν μπορεί να αποδοθεί στη νοητική ηλικία, στα προβλήματα οπτικής οξύτητας ή στην ανεπαρκή φοίτηση.
Η δυσλεξία είναι μια μαθησιακή ανικανότητα που εκδηλώνεται ως δυσκολία στην αποκωδικοποίηση και κατανόηση κειμένου και δεν πρέπει να συγχέεται με άλλες μαθησιακές ανικανότητες οι οποίες προκύπτουν από αδυναμίες στην όραση και στην ακοή, από χαμηλή νοημοσύνη ή από ελλιπή εκπαίδευση.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στη δυσλεξία παγκοσμίως, αποτελεί το γεγονός ότι τα ποσοστά διάγνωσής της εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να είναι πολύ χαμηλά και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια σειρά από προβλήματα, τόσο του ίδιου του ατόμου που πάσχει από δυσλεξία, όσο και της κοινωνίας που ζει το άτομο αυτό.
Η μέθοδος R.A.D.A.R., που αποτελεί αρκτικόλεξο των αγγλικών λέξεων Rapid Assessment for Dyslexia and Abnormalities in Reading (Τάχιστη Αξιολόγηση Δυσλεξίας & Ανωμαλιών της Ανάγνωσης), μέσω του ειδικού λογισμικού της, αξιολογεί εύκολα και γρήγορα την αναγνωστική ευχέρεια ενός παιδιού. Είναι η πρώτη φορά που υπάρχει η δυνατότητα να καταγραφούν συγκεκριμένες ποσοτικές μετρήσεις σχετικά με ένα πλήθος παραμέτρων που επηρεάζουν την αναγνωστική ικανότητα ενός ατόμου. Πρόκειται για μια εξέταση εξ’ ολοκλήρου ψηφιακή, γρήγορη και φιλική προς τον αναγνώστη, η οποία δεν είναι καθόλου παρεμβατική, με δεδομένο ότι το μόνο που έχουν να κάνουν τα παιδιά που υποβάλλονται σε αυτή, είναι να διαβάσουν ένα κείμενο μπροστά από μια οθόνη ηλεκτρονικού υπολογιστή.
Η μέθοδος αναπτύχθηκε από τον Ιωάννη Ασλανίδη και την ομάδα του, ο οποίος, ωθούμενος από συμβάν δυσλεξίας στο στενό του οικογενειακό περιβάλλον, έψαξε να βρει λύση στο πρόβλημα της διάγνωσης, η οποία θα έπρεπε να είναι αντικειμενική και όχι υποκειμενική όπως όλες οι προϋπάρχουσες.
Σχηματίζοντας μια ομάδα από Έλληνες επιστήμονες, αποτελούμενη από τον Ιωάννη Ασλανίδη, τον Στέλιο Σμυρνάκη, τον Μαθηματικό του Πανεπιστημίου Columbia Γιάννη Σμυρνάκη, τον Μηχανικό Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου York Βασίλη Ανδρεαδάκη, τον Μηχανικό Πληροφορικής του Πανεπιστημίου City του Λονδίνου Βασίλη Σελίμη, την Ειδική Παιδαγωγό Δώρα Μπαχούρου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και την Λογοπαθολόγο του Πανεπιστημίου της Βοστώνης Μαρία Ρουσοχατζάκη και μετά από δέκα χρόνια ερευνών, ανέπτυξαν ένα πολυπαραμετρικό εργαλείο, που – μέσω του λογισμικού του – μπορεί να καταγράψει τουλάχιστον 25 παραμέτρους -ενώ το παιδί διαβάζει σιωπηλά- που σχετίζονται με τον ανθρώπινο οφθαλμό, τις οποίες δεν μπορούν να αντιληφθούν το ανθρώπινο αυτί και το ανθρώπινο μάτι. Το R.A.D.A.R. δίνει τη δυνατότητα να εξαχθούν αντικειμενικά και μετρήσιμα συμπεράσματα για το επίπεδο συγκέντρωσης του αναγνώστη, τη δυνατότητα αποκωδικοποίησης και σύνθεσης των λέξεων καθώς και την αναγνωστική του ευχέρεια.
Ενδιαφέροντα ήταν τα στοιχεία που παρουσίασε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τύπου ο Καθηγητής Οφθαλμολογίας του νοσοκομείου Jules Gonin της Ελβετίας και του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιώργος Κυμιωνής, για το κοινωνικό και το οικονομικό κόστος της δυσλεξίας.
Σύμφωνα με τον κ. Κυμιωνή, το κόστος της διάγνωσης της δυσλεξίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, βάσει του NHS, κυμαίνεται μεταξύ £300 – 500, με τα Βρετανικά Πανεπιστήμια να χρεώνουν έως και £ 3.500, ενώ στις ΗΠΑ, σύμφωνα με το Learning Disabilities Association, το κόστος διάγνωσης κυμαίνεται μεταξύ $500 – 2.500. Τέλος στην Αυστραλία, το κόστος διάγνωσης κυμαίνεται μεταξύ $800 και 1.200.
Παράλληλα, ο κ. Κυμιωνής, υπερτόνισε το τεράστιο κόστος της αδιάγνωστης δυσλεξίας, παρουσιάζοντας ότι η κακή ακαδημαϊκή απόδοση, ως αποτέλεσμα της μη διαγνωσμένης δυσλεξίας, κοστίζει στη βρετανική οικονομία £1 δισ. ετησίως, με την ετήσια επιβάρυνση ανά φορολογούμενο να υπολογίζεται στις £34. Αξίζει να αναφερθεί ότι συγκριτικά, το κόστος για την παροχή θεραπείας και περίθαλψης σε άτομα που πάσχουν από HIV στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν, το 2013, £758 εκ. Παράλληλα, κάθε αναλφάβητος μαθητής στο Η.Β., μέχρι να φτάσει 37 ετών, έχει κοστίσει στον φορολογούμενο επιπλέον £45.000 (εκπαιδευτικό σύστημα, επιδόματα ανεργίας, κοινωνική πρόνοια, σωφρονιστικό σύστημα).
Αναφορικά με το κοινωνικό κόστος, μελέτη σε σουηδική φυλακή αποκάλυψε ότι το 41% των κρατούμενων ήταν δυσλεξικοί, ενώ ερευνητικό πρόγραμμα σε φυλακή του Η.Β. αποκάλυψε ότι το 53% των κρατούμενων ήταν δυσλεξικοί.
Πολύ σημαντικά ήταν τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν για την επιδημιολογία της δυσλεξίας, καθώς 1 στα 8 παιδιά στο Η.Β. αδυνατεί να κατακτήσει βασικές αναγνωστικές δεξιότητες, ενώ 1 στα 5 παιδιά στο Η.Β. αδυνατεί να κατακτήσει βασικές δεξιότητες σχετικές με τον γραπτό λόγο στο τέλος του δημοτικού σχολείου.
Αναφορικά με τη διάγνωση της δυσλεξίας, στην Αγγλία γίνεται έλεγχος για φωνολογική ενημερότητα ήδη από την Α’ Δημοτικού, στην Ουαλία γίνεται έλεγχος για δυσλεξία στην Δ’ Δημοτικού, στην Αυστραλία υπάρχουν τέσσερις εξετάσεις για μαθησιακές δυσκολίες κατά τη διάρκεια όλου του μαθητικού βίου, ενώ στην Ελλάδα που δεν υπάρχει συστηματικός έλεγχος όλων των μαθητών για δυσλεξία και γενικότερες μαθησιακές δυσκολίες, οι μαθητές που υστερούν σημαντικά σε μαθήματα παραπέμπονται στο ΚΕΣΥ ή στο ΕΚΕΨΥΕ, ενώ εκπαιδευτικά, παραπέμπονται σε υποστελεχωμένα τμήματα ένταξης.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας στην Ελλάδα:
• 31,6% των μαθητών με Μαθησιακές Δυσκολίες – ΜΔ διακόπτουν τη σχολική φοίτηση σε σύγκριση με το 9,4% των τυπικών μαθητών
• 75% των μαθητών με ΜΔ παρουσιάζουν διαφορετικά κοινωνικο-συναισθηματικά χαρακτηριστικά από τους τυπικούς μαθητές, ενώ τέλος
• 21% των μαθητών με ΜΔ βρίσκονται στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση πέντε τάξεις πιο κάτω από το απαιτούμενο
(Σουζάνα Παντελιάδου, 2015)
Ο Πρόεδρος του Ελληνικού Κολλεγίου Οφθαλμολογίας και Καθηγητής του Πανεπιστημίου Weill – Cornell των Ηνωμένων Πολιτειών και του Πανεπιστημίου Wenzhou της Κίνας, Ι. Ασλανίδης τόνισε ότι το λογισμικό του R.A.D.A.R. βασίζεται σε κατοχυρωμένους αλγόριθμους, καθώς διαθέτει αναγνωρισμένη πατέντα τόσο στην ΕΕ όσο και στις ΗΠΑ. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν εν εξελίξει συνεργασίες με τα Πανεπιστήμια του Harvard και του Cardiff Metropolitan, ενώ άμεσα ξεκινούν έρευνες στα σχολεία Caroll και Bridge Boston Charter στη Βοστώνη. Στην Ελλάδα υπάρχει ήδη βάση δεδομένων αποτελεσμάτων από 2.000 παιδιά, ενώ η μέθοδος R.A.D.A.R. θα είναι άμεσα διαθέσιμη από την 1η Απριλίου – κατ’ αρχήν – σε Αθήνα, Ηράκλειο και Θεσσαλονίκη, καθώς και στην Κύπρο.
Σύμφωνα με τον κ. Ασλανίδη, είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί ότι το R.A.D.A.R. δεν έχει σκοπό ΣΕ ΚΑΜΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ να αντικαταστήσει τους εξειδικευμένους και καθ’ύλην αρμόδιους (λογοθεραπευτές, ειδικούς παιδαγωγούς, παιδοψυχολόγους κλπ) επιστήμονες του χώρου, αλλά να λειτουργήσει ως ένα επιπλέον εργαλείο στα χέρια των ειδικών στις αναγνωστικές δυσκολίες και ειδικότερα της δυσλεξίας, ώστε να δοθούν σημαντικές πληροφορίες που μπορεί να φανούν πολύ χρήσιμες και κρίσιμες στην ίδια την διάγνωση και την εξατομικευμένη θεραπευτική παρέμβαση. Παράλληλα, το R.A.D.A.R. μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ελεγχθεί η αποτελεσματικότητα της θεραπευτικής παρέμβασης σε έναν δυσλεξικό μαθητή.
To R.A.D.A.R. μπορεί να αποτελέσει ένα γρήγορο screening test για ΜΔ σε όλα τα σχολεία, καθώς μέσα σε 10 λεπτά μπορεί να αναγνωριστεί αν το αναγνωστικό μονοπάτι ενός παιδιού είναι τυπικό ή όχι. Έτσι, φιλτράρεται πολύ γρήγορα ο αριθμός των παιδιών που έχουν φυσιολογικό αναγνωστικό μονοπάτι, ενώ τα παιδιά που δεν έχουν φυσιολογικό αναγνωστικό μονοπάτι, παραπέμπονται στον ειδικό για περαιτέρω έλεγχο.
Ταυτόχρονα, μπορεί να αντιμετωπιστεί εύκολα και το «ελληνικό» φαινόμενο της προσποιητής δυσλεξίας, από μαθητές και φοιτητές που επισταμένως επιδιώκουν προφορική εξέταση, καθώς αβάσιμα πιστεύουν ότι είναι ευκολότερη η προφορική από τη γραπτή εξέταση. Όσοι πάντως επιλέξουν να το κάνουν αυτό, είναι σχεδόν αδύνατο να «ξεγελάσουν» αυτό το πολυεργαλείο.
Τέλος, όπως υπογράμμισε ο κ. Ασλανίδης, η μέθοδος R.A.D.A.R. δεν απευθύνεται μόνο στους αναγνώστες που έχουν πρόβλημα, αλλά είναι μία εξέταση την οποία δικαιούται να κάνει ο καθένας τουλάχιστον μία φορά με σκοπό να εξακριβώσει το επίπεδο της αναγνωστικής του ευχέρειας, δεδομένου ότι τα παιδιά με «αρνητικό» R.A.D.A.R. η πιθανότητα να ΜΗΝ έχουν δυσλεξία κυμαίνεται σε ποσοστό άνω του 99%.
Το virus.com.gr σας φέρνει καθημερινά τις πιο έγκυρες ειδησεις από τον χώρο της πολιτικής υγείας και φαρμάκου
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ