Μια νέα μελέτη έχει εντοπίσει δύο γονίδια που σχετίζονται με την πρωινή αδιαθεσία στην εγκυμοσύνη. Τα γονίδια, γνωστά ως GDF15 και IGFBP7, εμπλέκονται στην ανάπτυξη του πλακούντα και παίζουν σημαντικό ρόλο στην αρχή της εγκυμοσύνης και στη ρύθμιση της όρεξης.
Οι περισσότερες γυναίκες εμφανίζουν κάποια πρωινή αδιαθεσία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά περίπου το 2% των εγκύων εμφανίζουν πιο σοβαρή μορφή ναυτίας και εμέτου. Μάλιστα, η κατάσταση είναι η δεύτερη αιτία της νοσηλείας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Οι γυναίκες συχνά χρειάζονται ενδοφλέβια υγρά και, στις πιο σοβαρές περιπτώσεις, σωλήνες σίτισης. Τα τρέχοντα φάρμακα για τη θεραπεία της κατάστασης είναι σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικά και μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρές συνέπειες τόσο για τη μητέρα όσο και για το μωρό.
Μια νέα μελέτη που διεξήχθη από τους ερευνητές της πανεπιστημίου του Λος Άντζελες και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Communications έχει εντοπίσει δύο γονίδια που σχετίζονται με την κατάσταση. «Έχει από καιρό υποτεθεί ότι οι ορμόνες εγκυμοσύνης, η ανθρώπινη χοριακή γοναδοτροπίνη ή το οιστρογόνο, ήταν οι πιθανοί ένοχοι της ακραίας ναυτίας και του εμέτου, αλλά η μελέτη μας δεν βρήκε στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτό», δήλωσε η πρώτη συγγραφέας της μελέτης Marlena Fejzo.
Από την άλλη, η συνεργάτης στην ιατρική σχολή David Geffen του πανεπιστημίου του Λος Άντζελες, συμπλήρωσε ότι τα δύο γονίδια συμπίπτουν με την καχεξία, την απώλεια βάρους και τη μυϊκή κατάσταση που οδηγεί σε θάνατο περίπου 20% των καρκινοπαθών και παρουσιάζει παρόμοια συμπτώματα. Η ίδια η Fejzo είχε το ίδιο πρόβλημα και έχασε μία κύηση το 1999.
Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι η σοβαρή ναυτία και ο έμετος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συχνά συναντώνται σε οικογένειες, γεγονός που υποδηλώνει ότι η γενετική παίζει κάποιο ρόλο. Για τη μελέτη αυτή, η ομάδα της Feizo συνέκρινε το DNA σε εγκύους, που είχαν ναυτία και έμετο και σε εκείνες που δεν είχαν το πρόβλημα.
Η ανάλυση του γενετικού υλικού γύρω από τα γονίδια GDF15 και IGFBP7 συσχετίστηκε με το πρόβλημα. Τα ευρήματα στη συνέχεια επιβεβαιώθηκαν σε μια ανεξάρτητη μελέτη γυναικών που αντιμετώπιζαν το ίδιο πρόβλημα με έντονη ναυτία και έμετο.
Στη συνέχεια, σε μία ξεχωριστή μελέτη παρακολούθησης, οι ερευνητές απέδειξαν στη συνέχεια ότι οι πρωτεΐνες GDF15 και IGFBP7 είναι πολύ υψηλές σε γυναίκες που παρουσιάζουν αυτή την κατάσταση. Το επόμενο βήμα είναι να καθοριστεί αν υπάρχει φάρμακο για να τροποποιηθούν με ασφάλεια τα επίπεδα πρωτεϊνών αυτών και να διαπιστωθεί αν θα ελαχιστοποιηθεί η ναυτία και ο έμετος.
Πηγή: Ιατρική Σχολή David Geffen, UCLA (https://goo.gl/ku3mwN)
Δευθυντής Σύνταξης, virus.com.gr & Pharma Health Business magazine
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ