Μια μελέτη από επιστήμονες στο Πανεπιστήμιο McMaster ανακάλυψε ότι τα τρανς λιπαρά οξέα συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου και στεφανιαίας νόσου, ενώ τα κορεσμένα λίπη δεν σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου, καρδιακή νόσο, εγκεφαλικό επεισόδιο ή διαβήτη τύπου 2. Τα ευρήματα δημοσιεύθηκαν από το British Medical Journal (BMJ). Ο επικεφαλής συγγραφέας είναι ο Russell de Souza, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Κλινικής Επιδημιολογίας και Βιοστατιστικής και ο Michael G. της Ιατρικής Σχολής DeGroote.
“Εδώ και χρόνια όλοι οι γιατροί συμβουλεύουν τον κόσμο να μειώσει την κατανάλωση λιπαρών τροφών. Τα τρανς λιπαρά δεν έχουν οφέλη για την υγεία κι αποτελούν σημαντικό παράγοντα κινδύνου για τις καρδιακές παθήσεις. Τα κορεσμένα λίπη, ωστόσο, είναι άλλο θέμα,” λέει ο de Souza. “Αυτό – προσθέτει – δεν σημαίνει ότι ενθαρρύνουμε την αύξηση της πρόσληψης κορεσμένων λιπών, καθώς δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι τα υψηλότερα επίπεδα θα είχαν ιδιαίτερα ευεργετική επίδραση στην υγεία”.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες επί του παρόντος αναφέρουν πως η πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 10% των συνολικών θερμίδων που καταναλώνονται ημερησίως και των τρανς λιπαρών το 1% αντίστοιχα, προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος καρδιακής νόσου και εγκεφαλικού επεισοδίου.
Τα κορεσμένα λίπη προέρχονται κυρίως από τα ζωικά προϊόντα όπως είναι το βούτυρο, το αγελαδινό γάλα, το κρέας, ο σολομός και οι κρόκοι αυγών, καθώς και ορισμένα φυτικά προϊόντα όπως η σοκολάτα και το φοινικέλαιο. Τα τρανς ακόρεστα λιπαρά (τρανς λιπαρά οξέα) παράγονται βιομηχανικά κυρίως από φυτικά έλαια (μια διαδικασία γνωστή ως υδρογόνωση) για χρήση στη μαργαρίνη, στα σνακ και στα συσκευασμένα προϊόντα φούρνου.
Σε αντίθεση με τις επικρατούσες διατροφικές συμβουλές, μια πρόσφατη ανασκόπηση των δεδομένων δεν διαπίστωσε να υπάρχει συσχέτιση της πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Αντίθετα, η έρευνα δείχνει ότι τα βιομηχανικά παραγόμενα τρανς λιπαρά πιθανώς αυξάνουν τον κίνδυνο της στεφανιαίας νόσου.
Προκειμένου να ξεκαθαρίσει “το τοπίο”, ο de Souza και οι συνεργάτες του ανέλυσαν τα αποτελέσματα 50 μελετών παρατήρησης, οι οποίες αξιολογούν τα αποτελέσματα της πρόσληψης κορεσμένων ή / και trans λιπαρών οξέων στην υγεία ενήλικων ανθρώπων. Για να ελαχιστοποιηθούν τα λάθη, ελήφθησαν υπόψη ο σχεδιασμός και η ποιότητα της μελέτης και η βεβαιότητα των συσχετίσεων που προέκυψαν αξιολογήθηκε με την αναγνωρισμένη μέθοδο βαθμολόγησης που αναπτύχθηκε στο McMaster.
Η ομάδα δεν διαπίστωσε κάποια σαφή σχέση μεταξύ της υψηλότερης πρόσληψης κορεσμένων λιπών και του θανάτου από οποιαδήποτε αιτία, της στεφανιαίας νόσου (ΣΝ), των καρδιαγγειακών νοσημάτων (CVD), του ισχαιμικού αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου ή του διαβήτη τύπου 2. Ωστόσο, η κατανάλωση των βιομηχανικά παραγόμενων τρανς λιπαρών οξέων συσχετίστηκε με την αύξηση των θανάτων οποιασδήποτε αιτίας κατά 34%, με αύξηση κατά 28% της θνησιμότητας εξαιτίας της στεφανιαίας νόσου και με αύξηση κατά 21% του κινδύνου εμφάνισης στεφανιαίας νόσου.
Οι αντιφάσεις οφείλονται στο γεγονός ότι οι ερευνητές δεν μπόρεσαν να επιβεβαιώσουν τη σύνδεση μεταξύ των τρανς λιπαρών οξέων και του διαβήτη τύπου 2, καθώς και στο γεγονός ότι δεν μπόρεσαν να διαπιστώσουν αν υπάρχει σαφής συσχέτιση μεταξύ των τρανς λιπαρών οξέων και του ισχαιμικού επεισοδίου.
Οι ερευνητές τονίζουν ότι τα αποτελέσματα τους βασίζονται σε μελέτες παρατήρησης, οπότε δεν μπορούν να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα σχετικά με την αιτία και το αποτέλεσμα. Ωστόσο, οι συγγραφείς αναφέρουν πως η ανάλυσή τους “επιβεβαιώνει τα ευρήματα των 5 προηγούμενων συστηματικών ανασκοπήσεων για τα κορεσμένα λιπαρά, τα τρανς λιπαρά οξέα και τη στεφανιαία νόσο”.
Ο De Souza, διαιτολόγος στο επάγγελμα, προσθέτει πως θα πρέπει να εξεταστεί σοβαρά το ενδεχόμενο να αλλάξουν οι διατροφικές οδηγίες για τα κορεσμένα και τα τρανς λιπαρά οξέα.
“Αν λέμε στους ανθρώπους να τρώνε λιγότερο κορεσμένα ή τρανς λίπη, πρέπει να προσφέρουμε μια καλύτερη επιλογή. Δυστυχώς, στη μελέτη μας δεν μπορέσαμε να βρούμε όσα στοιχεία θα θέλαμε για να κάνουμε μια σχετική πρόταση. Τόσο η δική μας έρευνα όσο και άλλες, πάντως, συνιστούν την αντικατάσταση των τροφών με υψηλής περιεκτικότητας σε αυτά τα λιπαρά όπως είναι λίπη και τα επεξεργασμένα κρέατα και ντόνατς, με φυτικά έλαια, ξηρούς καρπούς και δημητριακά ολικής άλεσης”.
Πηγή: worldpharmanews.com
Διαπιστευμένη δημοσιογράφος στο Υπουργείο Υγείας. Διπλωματούχος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών. Τακτικό μέλος της ΕΣΗΕΑ και του ΟΕΕ.
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ