Οι αιματολογικές επιπλοκές της λοίμωξης COVID-19 είναι συχνές και επηρεάζουν την πρόγνωση των ασθενών. Απαιτείται στενή παρακολούθηση των αιματολογικών παραμέτρων των ασθενών και συνεχής επαγρύπνηση, ώστε να προληφθούν επικίνδυνες επιπλοκές και να βελτιωθεί η τελική έκβαση των ασθενών.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει ανασκόπηση, που πραγματοποίησαν για το θέμα Έλληνες και Γάλλοι επιστήμονες από τη Θεραπευτική Κλινική και το Εργαστήριο Αιματολογίας του Αρεταίειου Νοσοκομείου του Πανεπιστημίου Αθηνών, σε συνεργασία με το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Τενόν των Παρισίων και το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.
Στην εργασία που έγινε αποδεκτή για δημοσίευση στο σημαντικό διεθνές περιοδικό American Journal of Hematology, συμμετέχουν: ο Πρύτανης του ΕΚΠΑ Θάνος Δημόπουλος, οι Καθηγητές της Σορβόννης Γρηγόρης Γεροτζιάφας και Ισμαήλ Ελαλαμύ, ο Καθηγητής Ευάγγελος Τέρπος, οι αν. Καθηγητές Ευστάθιος Καστρίτης, Μαριάννα Πολίτου και Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, ο ακαδημαϊκός υπότροφος του ΕΚΠΑ Θεόδωρος Σεργεντάνης και ο επιστημονικός συνεργάτης της Θεραπευτικής Κλινικής Ιωάννης Ντάνασης-Σταθόπουλος.
Στο άρθρο περιγράφεται ότι η λοίμωξη COVID-19 έχει σημαντική επίδραση στο αιμοποιητικό σύστημα και την αιμόσταση. Η λεμφοπενία (χαμηλός αριθμός λεμφοκυττάρων) είναι κύριο εργαστηριακό εύρημα της λοίμωξης COVID-19 και έχει αρνητική προγνωστική αξία, καθώς έχει συσχετιστεί με αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης συνδρόμου οξείας αναπνευστικής ανεπάρκειας (ARDS).
Χαμηλότερες τιμές του λόγου λεμφοκυττάρων/λευκών αιμοσφαιρίων και προοδευτική αύξηση της θρομβοκυττάρωσης (αυξημένη τιμή αιμοπεταλίων) έχουν συσχετιστεί με χειρότερη επιβίωση των ασθενών. Επιπλέον, ασθενείς με μυοκαρδιακή βλάβη εμφανίζουν χαμηλότερες τιμές λεμφοκυττάρων και αιμοπεταλίων συγκριτικά με τους υπόλοιπους.
Κατά τη διάρκεια της πορείας της νόσου, η διαχρονική αξιολόγηση της δυναμικής του αριθμού των λεμφοκυττάρων και της αύξησης των φλεγμονωδών δεικτών, συμπεριλαμβανομένων των LDH, CRP, IL-6 και φερριτίνης μπορεί να συμβάλει στον εντοπισμό περιπτώσεων με δυσμενή πρόγνωση, που απαιτούν πρωιμότερα εξειδικευμένη αντιμετώπιση. Υψηλές τιμές προκαλιτονίνης ορού (ειδικού δείκτη λοιμώξεων) αποτελούν επίσης αρνητικό προγνωστικό παράγοντα και συχνά σχετίζονται με δευτερογενείς βακτηριακές λοιμώξεις.
Επιπρόσθετα, η υπερπηκτικότητα του αίματος είναι συχνή κατάσταση στους νοσηλευόμενους ασθενείς με COVID-19. Αυξημένα επίπεδα D-διμερών (D-dimers) αναφέρονται σταθερά σχεδόν σε όλες τις δημοσιευμένες σειρές ασθενών, ενώ η σταδιακή αύξηση τους σχετίζετται με την επιδείνωση της νόσου. Άλλες διαταραχές της πήξης, όπως η παράταση του χρόνου προθρομβίνης και του ενεργοποιημένου χρόνου μερικής θρομβοπλαστίνης, τα προϊόντα αποικοδόμησης του ινώδους, και η σοβαρή θρομβοπενία μπορεί να σχετίζονται με απειλητική για τη ζωή διάχυτη ενδοαγγειακή πήξη.
Στη δημοσίευση αναλύονται και οι θεραπευτικές προφυλάξεις που πρέπει να ληφθούν υπόψη στην αντιμετώπιση των ασθενών με COVID-19, ώστε να μην εμφανίσουν διάχυτη ενδαγγειακή πήξη ή θρομβώσεις, καθώς και η θεραπεία των ασθενών που θα εμφανίσουν τις επιπλοκές αυτές.
Δευθυντής Σύνταξης, virus.com.gr & Pharma Health Business magazine
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Δ